ατιθάσευτος

ατιθάσευτος
-η, -ο (AM ἀτιθάσευτος, -ον)
αυτός που δεν τιθασεύθηκε ή που στάθηκε αδύνατο να ελεγχθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀτιθάσευτος — untamable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιθάσευτον — ἀτιθάσευτος untamable masc/fem acc sg ἀτιθάσευτος untamable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιθασεύτων — ἀτιθάσευτος untamable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιθάσευτα — ἀτιθάσευτος untamable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδμητος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Φερών στη Θεσσαλία, γιος του Φέρητα και εγγονός του Κρηθέα και της Τυρώς. Μητέρα του Α. ήταν η Κλυμένη, κόρη του Μινύα. Ο Πελίας, βασιλιάς της Ιωλκού και θείος του Α., είχε υποσχεθεί πως θα έδινε την ωραία κόρη… …   Dictionary of Greek

  • αδμής — ἀδμής ( ῆτος), ο, η (Α) 1. (για κοπέλες) ανύπαντρη («παρθένος ἀδμής») 2. (για ζώα) αδάμαστος, ατιθάσευτος («ἡμίονοι ἀδμῆτες») 3. ακατάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δάμνημι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”